- καταδιώξαντες
- καταδιώκωfollow hard uponaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
погънати — (72), ПОЖЕН|ОУ, ЕТЬ гл. 1.Устремиться, помчаться: тъ самъ ˫ако ѡного кръве жѧжѧ и аще затворенъ ѥсть прп(д)бныи. пропостою [в др. сп. скоростию] погна самомѹ раны видѣти. (εἰσήλασεν) ЖФСт к. XII, 129; и се видѣ цр҃квь ѹ ѡблака сѹщꙊ. и въ ѹжасти… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… … Dictionary of Greek